- προσπεσόντες
- προσπίτνωfall uponaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεκβοηθώ — ἐπεκβοηθῶ, έω (Α) τρέχω έξω για να βοηθήσω κάποιον («ἐπεκβοηθήσαντες και προσπεσόντες τοῑς πρώτοις», Θουκ.) … Dictionary of Greek